- αγαπώς
- και -ός, ο, -ώ, ηαγαπημένος, εραστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν που αγαπώ) παντρολογούν». Από τη φράση τόν ή τήν αγαπώ σχηματίστηκε η ονομαστική αρσεν. ο αγαπώς ή αγαπός και θηλ. η αγαπώ].
Dictionary of Greek. 2013.